- μεδίμνους
- μέδιμνοςa medimnusmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχάνη — ἀχάνη, η (Α) 1. περσικό και βοιωτικό μέτρο ισοδύναμο με 45 μεδίμνους 2. κιβώτιο, κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. < (ακκαδ.) hanū < (αιγυπτ.) hn «κιβώτιο, μπαούλο»] … Dictionary of Greek
διμέδιμνον — διμέδιμνον, το (Α) μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο μεδίμνους … Dictionary of Greek
θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… … Dictionary of Greek
μνασίον — και μνασίς, ἡ (Α) (στην Κύπρο) μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που ήταν ίσο με δύο μεδίμνους … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
πολυμέδιμνος — και επικ. τ. πουλυμέδιμνος, ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τής Δήμητρος) αυτός που χορηγεί πολλούς μεδίμνους με γεννήματα, που χαρίζει άφθονα σιτηρά («Δάματερ... πουλυμέδιμνε», Καλλ. Δημ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέδιμνος «μέτρο χωρητικότητας τών… … Dictionary of Greek
θεσμοθέτες — Οι έξι από τους ανώτατους λειτουργούς της πολιτείας της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι, μαζί με τον βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα, αποτελούσαν τους εννέα ενιαύσιους άρχοντες. Το λειτούργημα του θ. καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, περίπου… … Dictionary of Greek
ιππείς — Η δεύτερη τάξη στην κοινωνική ιεραρχία της αρχαίας Αθήνας. Περιλάμβανε τους πολίτες που είχαν εισόδημα 300 μεδίμνους (τριακοσιομέδιμνοι). Οι ι. είχαν την υποχρέωση να υπηρετούν σε καιρό πολέμου ως έφιπποι στρατιώτες με δικά τους έξοδα. Κατά τον… … Dictionary of Greek